- ποκκί
- ποκκί or [full] πὸκ κί,A = πρὸς τί, but in meaning = ὅτι, that, IG9(2).517.12 (Larissa, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποκκί — ή πὸκ κί, Α προς τί, προς ότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποκ (άλλος τ. τού ποτί) + κί (< τί, με αφομοίωση)] … Dictionary of Greek